- προδιάγνωσις
- προ-διά-γνωσις, ἡ, genaues Vorherwissen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιάγνωσις — previous recognition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιάγνωσις — ώσεως, ἡ, Α [προδιαγιγνώσκω] (συν. για ασθένεια) η εκ τών προτέρων ακριβής διάγνωση αυτού που πρόκειται να συμβεί («προδιάγνωσις πρὸ τοῡ κάμνειν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek